μυελ(ο)-

μυελ(ο)-
πρώτο συνθετικό πολλών όρων τής ανατομίας και τής ιατρικής οι οποίοι αναφέρονται στον νωτιαίο μυελό ή στον μυελό τών οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μυελός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”